- Λιβυρνική
- Λιβυρνικόςthe Liburniansfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μανδύα — και μαντύα, η (AM μανδύα, Α και μανδύη) μανδύας, επενδύτης νεοελλ. (ειδικά) ο στρατιωτικός επενδύτης, η χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από τη Λιβυρνική (λιβυρνική μανδύη), ενώ κατ άλλους … Dictionary of Greek
Λιβυρνίς — Οξύπρυμνο και οξύπρωρο πλοίο της ρωμαϊκής περιόδου. Πλοία του είδους χρησιμοποιήθηκαν το 48 π.Χ. στη διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου, καθώς και το 31 π.Χ. από τον Οκτάβιο εναντίον του Αντωνίου. Ο τελευταίος διέθετε πολύ… … Dictionary of Greek